- δυστονία
- ηαλλοίωση τού τόνου τών ιστών, ιδιαίτερα τών μυών και τών αγγείων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δύστονος — (I) η, ο 1. αυτός που αναφέρεται στη δυστονία ή προέρχεται από αυτήν 2. ως ουσ. εκείνος που πάσχει από μυϊκή δυστονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < δυς* + τόνος]. (II) δύστονος, ον (Α) αξιοθρήνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δυς* + στονος < στένω*] … Dictionary of Greek
δυστονικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με τη δυστονία … Dictionary of Greek
νευροφυτικός — ή, ό 1. ο σχετικός με το φυτικό ή αυτόνομο νευρικό σύστημα, το οποίο αποτελείται από το συμπαθητικό και το παρασυμπαθητικό 2. φρ. «νευροφυτικές διαταραχές» διαταραχές που αφορούν τη δυστονία τού αυτόνομου νευρικού συστήματος … Dictionary of Greek
παρασυμπαθητικοτονία — η ιατρ. δυστονία τού φυτικού νευρικού συστήματος, στις εκδηλώσεις τής οποίας επικρατούν συμπτώματα από το παρασυμπαθητικό … Dictionary of Greek
συμπαθητικοτονία — η, Ν ιατρ. δυστονία τού φυτικού νευρικού συστήματος με εκδηλώσεις από το συμπαθητικό του σκέλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sympath(et)icotonia < συμπαθητικός + τονία (< τόνος)] … Dictionary of Greek
μυϊκός τόνος — Κατάσταση ελαφράς σύσπασης των μυών, που υπάρχει ακόμα και όταν ο μυς βρίσκεται σε ανάπαυση, και καταργείται με την τομή ή την αναισθησία των νευρικών συνάψεων (μυϊκή χαλάρωση) και με την ενεργή σύσπαση. Αποτελεί βασική ιδιότητα των μυϊκών ινών,… … Dictionary of Greek